κρεμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεμ < (λόγιο δάνειο) γαλλική crème
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κρεμ άκλιτο
- που έχει χρώμα κρεμ
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεμ ουδέτερο άκλιτο
κρεμ άκλιτο
κρεμ ουδέτερο άκλιτο