Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεμ < (λόγιο δάνειο) γαλλική crème

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾem/

  Επίθετο επεξεργασία

κρεμ άκλιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεμ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία