κρατισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρατισμός < κράτος + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική étatisme
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρατισμός αρσενικό
- η πεποίθηση ότι το κράτος αναλαμβάνει το ρόλο εγγυητή της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης και είναι, εν γένει, το καταλληλότερο μέσο επίλυσης προβλημάτων και συγκρούσεων στο εσωτερικό μιας χώρας
Συνώνυμα επεξεργασία
- κρατικισμός
- συγκεντρωτική διοίκηση