Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρατικοθεσμικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρατικοθεσμικ
ός
η
κρατικοθεσμικ
ή
το
κρατικοθεσμικ
ό
γενική
του
κρατικοθεσμικ
ού
της
κρατικοθεσμικ
ής
του
κρατικοθεσμικ
ού
αιτιατική
τον
κρατικοθεσμικ
ό
την
κρατικοθεσμικ
ή
το
κρατικοθεσμικ
ό
κλητική
κρατικοθεσμικ
έ
κρατικοθεσμικ
ή
κρατικοθεσμικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρατικοθεσμικ
οί
οι
κρατικοθεσμικ
ές
τα
κρατικοθεσμικ
ά
γενική
των
κρατικοθεσμικ
ών
των
κρατικοθεσμικ
ών
των
κρατικοθεσμικ
ών
αιτιατική
τους
κρατικοθεσμικ
ούς
τις
κρατικοθεσμικ
ές
τα
κρατικοθεσμικ
ά
κλητική
κρατικοθεσμικ
οί
κρατικοθεσμικ
ές
κρατικοθεσμικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρατικοθεσμικός
<
κρατικός
+
-ο-
+
θεσμικός
Επίθετο
επεξεργασία
κρατικοθεσμικός, -ή, ό
(
πολιτική
) που έχει
σχέση
με το
κράτος
και τους
θεσμούς
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρατικοθεσμικός