κρατημός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρατημός | οι | κρατημοί |
γενική | του | κρατημού | των | κρατημών |
αιτιατική | τον | κρατημό | τους | κρατημούς |
κλητική | κρατημέ | κρατημοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρατημός < μεσαιωνική ελληνική κρατημός < αρχαία ελληνική κρατέω < κράτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρατημός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρατημός
|