Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κραμβάλευρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κραμβάλευρ
ο
τα
κραμβάλευρ
α
γενική
του
κραμβάλευρ
ου
των
κραμβάλευρ
ων
αιτιατική
το
κραμβάλευρ
ο
τα
κραμβάλευρ
α
κλητική
κραμβάλευρ
ο
κραμβάλευρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κραμβάλευρο
<
κράμβη
+
άλευρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κραμβάλευρο
ουδέτερο
άλευρο
που προέρχεται από
κράμβη
ή
επεξεργασία
σπόρου
ελαιοκράμβης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κραμβάλευρο