κράνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κράνος | τα | κράνη |
γενική | του | κράνους | των | κρανών |
αιτιατική | το | κράνος | τα | κράνη |
κλητική | κράνος | κράνη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κράνος < αρχαία ελληνική κράνος < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱr̥h₁-sr(-eh₂)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κράνος ουδέτερο
- αμυντικό όπλο, προστατευτικό περίβλημα της κεφαλής από σκληρό υλικό, συνήθως μέταλλο
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κράνος
|