Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούρδισμα τα κουρδίσματα
      γενική του κουρδίσματος των κουρδισμάτων
    αιτιατική το κούρδισμα τα κουρδίσματα
     κλητική κούρδισμα κουρδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούρδισμα < κουρδίζω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούρδισμα ουδέτερο (& κούρντισμα)

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρδίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία