κούρδισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κούρδισμα ουδέτερο (& κούρντισμα)
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρδίζω
- η συσπείρωση ελατηρίου που χρησιμοποιείται για να δίνει ενέργεια
- (μουσική) η ρύθμιση μουσικού οργάνου (μέσω αλλαγής έντασης των χορδών) (βλέπε χόρδισμα)
- (μεταφορικά) το τσίγκλισμα