κούμπουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κούμπουλο < (άμεσο δάνειο) αλβανική kumbull
Ουσιαστικό επεξεργασία
κούμπουλο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κούμπουλο
|
κούμπουλο ουδέτερο
|