κορόμπλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορόμπλο | τα | κορόμπλα |
γενική | του | κορόμπλου | των | κορόμπλων |
αιτιατική | το | κορόμπλο | τα | κορόμπλα |
κλητική | κορόμπλο | κορόμπλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορόμπλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, φρούτο) το κορόμηλο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κορόμηλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορόμπλο
|