κοψοχρονιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοψοχρονιά | οι | κοψοχρονιές |
γενική | της | κοψοχρονιάς | των | κοψοχρονιών |
αιτιατική | την | κοψοχρονιά | τις | κοψοχρονιές |
κλητική | κοψοχρονιά | κοψοχρονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.pso.xɾoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ψο‐χρο‐νιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοψοχρονιά θηλυκό δείτε τη Συζήτηση:κοψοχρονιά
- (λαϊκότροπο) η εξαιρετικά μειωμένη —έως εξευτελιστική— τιμή
Επίρρημα επεξεργασία
- (προφορικό) σε εξαιρετικά μειωμένη —έως εξευτελιστική— τιμή, πολύ φθηνά, ευκαιρία
- ※ Πάντως η Goldman —που δίνοντας χθες εξηγήσεις για την επίμαχη αγορά ομολόγων της PDVSA περίπου είπε ότι το μόνο που έκανε ήταν η δουλειά της— δεν είναι η μοναδική εταιρεία της Wall Street που αγνοεί τον κρατιστή Μαδούρο και αγοράζει κοψοχρονιά τίτλους Βενεζουέλας προσδοκώντας σε τεράστια κέρδη. (Εφημερίδα των Συντακτών, 31.05.2017)
- ↪Βρήκα τυχαία αυτό το αυτοκίνητο και το πήρα κοψοχρονιά.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουσιαστικό
επίρρημα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κοψοχρονιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Λέξεις με*κοψοχρ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)