Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουφαλιάρης οι κουφαλιάρηδες
      γενική του κουφαλιάρη των κουφαλιάρηδων
    αιτιατική τον κουφαλιάρη τους κουφαλιάρηδες
     κλητική κουφαλιάρη κουφαλιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουφαλιάρης < κουφάλα + -ιάρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουφαλιάρης αρσενικό

  1. αυτός που έχει κουφάλες, ή ανοίγει μεγάλες τρύπες
  2. (μεταφορικά) αυτός που βρίσκει διεξόδους σε προβλήματα,
  3. (μεταφορικά) ο τυχερός
  4. (υβριστικό) για ομοφυλόφιλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία