Δείτε επίσης: Κουφάλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουφάλα οι κουφάλες
      γενική της κουφάλας των κουφαλών
    αιτιατική την κουφάλα τις κουφάλες
     κλητική κουφάλα κουφάλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουφάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφάλα[1]
 
Κουκουβάγια μέσα σε κουφάλα δέντρου.
 
Κουφάλα δοντιού.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈfa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐φά‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουφάλα θηλυκό

  1. κοίλωμα που σχηματίζεται σε κορμό δέντρου
  2. (μεταφορικά) τρύπα σε δόντι
  3. (κακόσημο, υβριστικό) μέτριος υβριστικός χαρακτηρισμός
  4. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) καταφερτζής, άτομο που βρίσκει τρόπους να ξεφεύγει από κακοτοπιές

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία