κουτσοδόντικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτσοδόντικος < κουτσοδόντης + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
κουτσοδόντικος
- που έχει σχέση με κουτσοδόντη, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτσοδόντικος
|
κουτσοδόντικος
|