κουρσάρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρσάρικος < μεσαιωνική ελληνική κουρσάρικος < κουρσάρος < ιταλική corsaro < μεσαιωνική λατινική cursarius < λατινική cursus < curro
Επίθετο επεξεργασία
κουρσάρικος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουρσάρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρσάρικος
|