Δείτε επίσης: κούρου, κουτουρού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρού < τουρκική kuru < παλαιά τουρκική kurıg

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρού θηλυκό άκλιτο

  Επίθετο επεξεργασία

κουρού άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία