κουρού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρού < τουρκική kuru < παλαιά τουρκική kurıg
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρού θηλυκό άκλιτο
- (γαστρονομία) είδος τυρόπιτας, χωρίς σφολιάτα, κάπως πιο ξερή, πιο σκέτη
Επίθετο επεξεργασία
κουρού άκλιτο
- (παρωχημένο) ξερός, στεγνός (συνήθως για φαγώσιμα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρού
|