κουραστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κουραστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- κουραστικά
- → δείτε τη λέξη κουράζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουραστικός λόγω μεγάλου κόπου
→ δείτε τη λέξη κοπιαστικός |
κουραστικός λόγω βαρετής επανάληψης
→ δείτε τη λέξη βαρετός |