Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουραδοκόφτης οι κουραδοκόφτες
      γενική του κουραδοκόφτη των κουραδοκοφτών
    αιτιατική τον κουραδοκόφτη τους κουραδοκόφτες
     κλητική κουραδοκόφτη κουραδοκόφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουραδοκόφτης < κουράδ(ι) + -ο- + κόφτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.ɾa.ðoˈko.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρα‐δο‐κό‐φτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουραδοκόφτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία