κουραδοκόφτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.ɾa.ðoˈko.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρα‐δο‐κό‐φτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουραδοκόφτης αρσενικό
- (αργκό, ειρωνικό) το μικροσκοπικό εσώρουχο «στρινγκ», το στριγκάκι, ή το τάνγκα
- ※ Το πρόσφατο πόνημα του Ηλία Πετρόπουλου, υπό τον τίτλο Ο κουραδοκόφτης, προξενεί στον αναγνώστη ποικίλες σκέψεις, θετικές ή αρνητικές, […]. Τι σημαίνει όμως «κουραδοκόφτης»; Σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι το σχεδόν ανύπαρκτο βρακάκι, το τάνγκα, το στρινγκ, των καλλίγραμμων κοριτσιών («ας είναι ευλογημένα!»), λέξη που ανακάλυψε στις πιάτσες των νέων της Ελλάδας.
- Φίλιππος Φιλίππου, «Το ανύπαρκτο βρακάκι», * Το Βήμα.gr (24 Νοεμβρίου 2008)· πρόσβαση: 2021-12-22.
- ※ Το πρόσφατο πόνημα του Ηλία Πετρόπουλου, υπό τον τίτλο Ο κουραδοκόφτης, προξενεί στον αναγνώστη ποικίλες σκέψεις, θετικές ή αρνητικές, […]. Τι σημαίνει όμως «κουραδοκόφτης»; Σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι το σχεδόν ανύπαρκτο βρακάκι, το τάνγκα, το στρινγκ, των καλλίγραμμων κοριτσιών («ας είναι ευλογημένα!»), λέξη που ανακάλυψε στις πιάτσες των νέων της Ελλάδας.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουραδοκόφτης
|