κουντεπιέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουντεπιέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική cou-de-pied (cou 'λαιμός' του pied ποδιού) που συχνά συγχέεται με το ομόηχο γαλλικό coup de pied (coup κλοτσιά με το πόδι)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουντεπιέ ουδέτερο άκλιτο
- (ανατομία) το ραχιαίο μέρος του ταρσού, της ποδοκνημικής άρθρωσης, το πάνω μέρος του άκρου του ποδιού, από τα δάχτυλα μέχρι τον αστράγαλο
Άλλες μορφές επεξεργασία
λαϊκότροπα ουδέτερα άκλιτα
λαϊκότροπο αρσενικό κλιτό