κουνουπιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουνουπιέρα | οι | κουνουπιέρες |
γενική | της | κουνουπιέρας | — | |
αιτιατική | την | κουνουπιέρα | τις | κουνουπιέρες |
κλητική | κουνουπιέρα | κουνουπιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
κουνουπιέρα < κουνούπ(ια) + -ιέρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουνουπιέρα θηλυκό
- κατασκευή από διαφανές υλικό με διχτυωτή πλέξη, συνήθως τούλι, που προστατεύει κάποιον χώρο από την είσοδο ιπτάμενων εντόμων όπως τα κουνούπια
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουνουπιέρα