Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουλτούρα οι κουλτούρες
      γενική της κουλτούρας των κουλτουρών
    αιτιατική την κουλτούρα τις κουλτούρες
     κλητική κουλτούρα κουλτούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουλτούρα < γερμανική Kultur < λατινική cultura < colo (καλλιεργώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουλτούρα θηλυκό

  1. η καλλιέργεια του πνεύματος, η παιδεία αλλά και η συνολική πνευματική παράδοση και δημιουργία ενός κοινωνικού συνόλου ή μιας κοινωνικής ομάδας
    αξιοπρόσεκτη είναι η συμμετοχή της κουλτούρας των μειονοτικών πληθυσμών στο γενικότερο πολιτισμό μιας χώρας
  2. υποτιμητικά, η έννοια της σοβαροφάνειας και ενδεχομένως η επίδειξη σε θέματα διανόησης
    ε, δε γίνεται να μη στρέψει το ζήτημα ξανά εκεί που θέλει, για να μας δείξει ότι δήθεν έχει κουλτούρα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία