κουλάκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κουλάκος | οι | κουλάκοι |
γενική | του | κουλάκου | των | κουλάκων |
αιτιατική | τον | κουλάκο | τους | κουλάκους |
κλητική | κουλάκε | κουλάκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουλάκος < (άμεσο δάνειο) ρωσική кулак (kulák)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουλάκος αρσενικό