κουκουλοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουκουλοφόρος < κουκούλ(α) + -ο- + -φόρος (φέρω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουκουλοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που φοράει κουκούλα ή/και μάσκα, υποθετικά ώστε να μην διακρίνονται εύκολα τα χαρακτηριστικά του προσώπου
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουκουλοφόρος
|