Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμοβιολογία οι κοσμοβιολογίες
      γενική της κοσμοβιολογίας των κοσμοβιολογιών
    αιτιατική την κοσμοβιολογία τις κοσμοβιολογίες
     κλητική κοσμοβιολογία κοσμοβιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοβιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Kosmobiologie < αρχαία ελληνική κόσμος + βίος + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοβιολογία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία