κοσμιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσμιότητα < αρχαία ελληνική κοσμιότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσμιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κόσμιου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοσμιότητα
|
κοσμιότητα θηλυκό
|