ευπρέπεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευπρέπεια | οι | ευπρέπειες |
γενική | της | ευπρέπειας | των | ευπρεπειών |
αιτιατική | την | ευπρέπεια | τις | ευπρέπειες |
κλητική | ευπρέπεια | ευπρέπειες | ||
Ο πληθυντικός χρησιμοποιείται πολύ σπάνια | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευπρέπεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐπρέπεια[1] < εὐπρεπής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /efˈpɾe.pi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐πρέ‐πει‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευπρέπεια θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ευπρεπούς
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ευπρέπεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας