Δείτε επίσης: κοσμηματοπωλεῖον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοσμηματοπωλείο τα κοσμηματοπωλεία
      γενική του κοσμηματοπωλείου των κοσμηματοπωλείων
    αιτιατική το κοσμηματοπωλείο τα κοσμηματοπωλεία
     κλητική κοσμηματοπωλείο κοσμηματοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κοσμηματοπωλείο στην Αγγλία.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμηματοπωλείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κοσμηματοπωλεῖον· (κόσμημα) κοσμηματ- + -ο- + -πωλείο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.zmi.ma.to.poˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐σμη‐μα‐το‐πω‐λεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμηματοπωλείο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία