κοσμηματοπωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσμηματοπωλείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κοσμηματοπωλεῖον· (κόσμημα) κοσμηματ- + -ο- + -πωλείο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.zmi.ma.to.poˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμη‐μα‐το‐πω‐λεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσμηματοπωλείο ουδέτερο
- κατάστημα πώλησης κοσμημάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοσμηματοπωλείο
Πηγές επεξεργασία
- κοσμηματοπωλείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοσμηματοπωλείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)