Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοσμήτορας οι κοσμήτορες
      γενική του κοσμήτορα των κοσμητόρων
    αιτιατική τον κοσμήτορα τους κοσμήτορες
     κλητική κοσμήτορα κοσμήτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμήτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοσμήτωρ από την αιτιατική «τόν κοσμήτορα», ποιητική μορφή του κοσμητής < κοσμέω, -ῶ [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈzmi.to.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐σμή‐το‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμήτορας αρσενικό

  1. ο έφορος της τάξης σε διάφορες τελετές, ο επιμελητής
  2. ο πανεπιστημιακός καθηγητής που προΐσταται για ένα χρόνο μιας σχολής
    Το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το συγκροτούν ο πρόεδρος, 14 αντιπρόεδροι και 5 κοσμήτορες συμβουλευτικών καθηκόντων.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία