κορνιζαρισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
κορνιζαρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κορνιζαρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κορνιζαρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κορνιζαρισμένος