κορεάτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορεάτικος < Κορεάτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koɾeˈatikos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρε‐ά‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
κορεάτικος, -ή, -ό
- άλλη μορφή του κορεατικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Κορέα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορεάτικος
|