Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κορίανδρος οι κορίανδροι
      γενική του/της
του
κοριάνδρου
κορίανδρου
των κοριάνδρων
    αιτιατική τον/την κορίανδρο τους/τις
τους
κοριάνδρους
κορίανδρους
     κλητική κορίανδρε κορίανδροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορίανδρος < γαλλική coriandre < λατινική coriandrum < αρχαία ελληνική κορίαννον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορίανδρος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία