Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπυράιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική copyright

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπυράιτ ουδέτερο άκλιτο

  • μη απλοποιημένη γραφή του κοπιράιτ, πιο κοντά στην αγγλική ορθογραφία από την οποία ετυμολογείται, με απόδοση του «y» με «υ».

  Μεταφράσεις επεξεργασία