Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπάζω < αρχαία ελληνική κοπάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈpa.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

κοπάζω

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπάζω < κόπτω

  Ρήμα επεξεργασία

κοπάζω

  1. κοπάζω