Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονταρομαχία οι κονταρομαχίες
      γενική της κονταρομαχίας των κονταρομαχιών
    αιτιατική την κονταρομαχία τις κονταρομαχίες
     κλητική κονταρομαχία κονταρομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονταρομαχία < κοντάρι + μάχη + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
σύγχρονη 'κονταρομαχία

κονταρομαχία θηλυκό

  • πολεμικό αγώνισμα κατά το οποίο δύο έφιπποι με πανοπλία, ασπίδα και κοντάρι προσπαθούν να ρίξουν ο ένας τον άλλον χτυπώντας τον με το κοντάρι
  • (μεταφορικά) έντονη λογομαχία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία