κομπλιμεντόζικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομπλιμεντόζικος < κομπλιμεντόζος + -ικος < ιταλική complimentoso < complimento + -oso < ισπανική cumplimiento < λατινική complementum < compleo < con- + pleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₁- (γεμίζω)
Επίθετο επεξεργασία
κομπλιμεντόζικος
- που έχει σχέση με κομπλιμεντόζο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομπλιμεντόζικος
|