κομμουνιστοσυμμορίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομμουνιστοσυμμορίτης < κομμουνιστής + -ο- + συμμορίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομμουνιστοσυμμορίτης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομμουνιστοσυμμορίτης
|
κομμουνιστοσυμμορίτης αρσενικό
|