Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομάντος < αγγλική commando, από την πληθυντικό commandos[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομάντος αρσενικό άκλιτο

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία