Δείτε επίσης: Κολωνός, κολόνα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κολωνός οἱ κολωνοί
      γενική τοῦ κολωνοῦ τῶν κολωνῶν
      δοτική τῷ κολων τοῖς κολωνοῖς
    αιτιατική τὸν κολωνόν τοὺς κολωνούς
     κλητική ! κολωνέ κολωνοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολωνώ
γεν-δοτ τοῖν  κολωνοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολωνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kl̥Hnís (λόφος) < *kelH- (λόφος, ανεβαίνω). Συγγενή: λατινική collis (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολωνός αρσενικό

  1. (γεωγραφία)
    1. λόφος
    2. ύψωμα
    3. κορυφή
  2. σωρός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία