κολπορραφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολπορραφή θηλυκό
- (ιατρική) η συρραφή τμημάτων του κόλπου με χειρουργική επέμβαση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολπορραφή
κολπορραφή θηλυκό