Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκομπλόκο < αγγλική cock-block

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοκομπλόκο ουδέτερο άκλιτο

  • κατάσταση απόλυτης σύγχυσης
    Έχω μπερδευτεί τελείως. Έπαθα κοκομπλόκο!

Συνώνυμα επεξεργασία

μπέρδεμα, σύγχυση

  Μεταφράσεις επεξεργασία