κοιτόστρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιτόστρωση | οι | κοιτοστρώσεις |
γενική | της | κοιτόστρωσης* | των | κοιτοστρώσεων |
αιτιατική | την | κοιτόστρωση | τις | κοιτοστρώσεις |
κλητική | κοιτόστρωση | κοιτοστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοιτοστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοιτόστρωση θηλυκό
- (τεχνολογία) η στρώση της κοίτης ενός ποταμού με ειδικά σύρματα και υλικά, ώστε να προστατεύεται από τη διάβρωση
- (τεχνολογία) είδος θεμελίωσης κτηρίου, ώστε να προστατεύεται από την καθίζηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιτόστρωση
|
Πηγές επεξεργασία
- κοιτόστρωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ κοιτόστρωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)