στρώση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρώση | οι | στρώσεις |
γενική | της | στρώσης* | των | στρώσεων |
αιτιατική | τη | στρώση | τις | στρώσεις |
κλητική | στρώση | στρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρώση < αρχαία ελληνική στρῶσις < στρώννυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρώση θηλυκό