Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινολογώ < αρχαία ελληνική κοινολογέομαι / κοινολογοῦμαι < κοινός + λέγω

  Ρήμα επεξεργασία

κοινολογώ (παθητική φωνή: κοινολογούμαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία