κοιμήσης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιμήσης < μεσαιωνική ελληνική το κοιμήσει(ν) < αρχαία ελληνική κοιμοῦμαι
Επίθετο επεξεργασία
κοιμήσης αρσενικό
- μα τι κοιμήσης άνθρωπος!
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοιμήσης αρσενικό
- άμα του δώσεις μια δουλειά, πρέπει να είσαι υπομονετικός: τέτοιον κοιμήση, σπάνια τον συναντάς!