Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοάζω < κοάξ + -άζω < αρχαία ελληνική κοάξ < (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

κοάζω

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κοάξ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία