Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλωνοποιώ < ουσιαστικό κλώνος + επίθημα -ποιώ < αγγλική to clone < μεσαιωνική ελληνική κλῶνος

  Ρήμα επεξεργασία

κλωνοποιώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία