Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλικάρισμα τα κλικαρίσματα
      γενική του κλικαρίσματος των κλικαρισμάτων
    αιτιατική το κλικάρισμα τα κλικαρίσματα
     κλητική κλικάρισμα κλικαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλικάρισμα < κλικάρω + -ισμα < κλικ + κατάληξη -άρω < (λόγιο δάνειο) γαλλική clic[1] < ηχομιμητική λέξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλικάρισμα ουδέτερο

  1. (οικείο) ήχος απότομος, από μικρά και σκληρά σχετικά κομμάτια, ήχος που ακούγεται σαν κλικ
  2. (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κλικάρω, η πράξη του να πατήσει κανείς το σχετικό κουμπί στο ποντίκι του υπολογιστή
    ※  ΤΕΛΙΚΑ, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: ψηφίζουμε (επιλέγουμε πολιτικά) ή κλικάρουμε (επιλέγοντας την ψηφιακή μας καθημερινή πρακτική); Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα απαιτεί αυξημένη κριτική σκέψη και πράξη, πριν και μετά (την ψήφο ή το κλικάρισμα). (Η Ναυτεμπορική, Τελικά ψηφίζουμε ή κλικάρουμε; 5/5/2023)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία