Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κληροδότησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κληροδότησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κληροδοτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κληροδοτώ