Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κληροδοτώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κληροδοτέω / κληροδοτῶ[1] < αρχαία ελληνική κλῆρος (κλήρος) + -δοτῶ (-δοτώ) του δίδωμι (δίνω)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kli.ɾo.ðoˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλη‐ρο‐δο‐τώ

  Ρήμα επεξεργασία

κληροδοτώ, αόρ.: κληροδότησα, παθ.φωνή: κληροδοτούμαι, π.αόρ.: κληροδοτήθηκα, μτχ.π.π.: κληροδοτημένος

  1. (νομικός όρος) δίνω, παραχωρώ κάτι με κληροδοσία
  2. (μεταφορικά) παραδίδω πνευματικό αγαθό στους μεταγενέστερους
    η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός κληροδότησαν τις αξίες τους στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κληροδοτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.