κληροδοτήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κληροδοτήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κληροδοτώ
- θα κληροδοτήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κληροδοτώ