Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κληματαριά οι κληματαριές
      γενική της κληματαριάς των κληματαριών
    αιτιατική την κληματαριά τις κληματαριές
     κλητική κληματαριά κληματαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια κληματαριά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κληματαριά < κλήμα, κληματ- + -αριά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kli.ma.taɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλη‐μα‐τα‐ριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κληματαριά θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία